ξεσυνέριση
Смотреть что такое "ξεσυνέριση" в других словарях:
ξεσυνέριση — η [ξεσυνερίζομαι] 1. τάση για άμιλλα, ύπαρξη ανταγωνισμού μεταξύ δύο ή περισσοτέρων 2. δυσφορία που οφείλεται στο ότι δίνει κανείς προσοχή ή σημασία στα λόγια ή στις ενέργειες κάποιου … Dictionary of Greek
ξεσυνέρισμα — και ξεσυνόρισμα, το [ξεσυνερίζομαι] η ξεσυνέριση, το ξεσυνέριο … Dictionary of Greek