ξεσυνέριση

ξεσυνέριση

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ξεσυνέριση" в других словарях:

  • ξεσυνέριση — η [ξεσυνερίζομαι] 1. τάση για άμιλλα, ύπαρξη ανταγωνισμού μεταξύ δύο ή περισσοτέρων 2. δυσφορία που οφείλεται στο ότι δίνει κανείς προσοχή ή σημασία στα λόγια ή στις ενέργειες κάποιου …   Dictionary of Greek

  • ξεσυνέρισμα — και ξεσυνόρισμα, το [ξεσυνερίζομαι] η ξεσυνέριση, το ξεσυνέριο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»